- θρώσις
- θρῶσις, -εως ἡ (Α)[θρώσκω]νήμα, σχοινί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρῶσις — cord fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek